- ὀξύδουπος
- ὀξύ-δουπος, ον,A sharp-sounding,
κύμβαλα AP6.94
(Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύμβαλα AP6.94
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξύδουπος — ὀξύδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει οξύ γδούπο («κύμβαλ ὀξύδουπα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. βαρύ δουπος)] … Dictionary of Greek
ὀξύδουπα — ὀξύδουπος sharp sounding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek